- μαππίον
- μαππ-ίον, τό, Dim. of Lat.A mappa, napkin, POxy.1051.17 (iii A.D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαππίον — μαππίον, τὸ (Α) [μάππα] υποκορ. τού μάππα, μικρό τεμάχιο υφάσματος που ύψωνε ο μαππάριος* στον ιππόδρομο για να σημάνει την έναρξη τής ιπποδρομίας … Dictionary of Greek
χειρομάππιον — τὸ, Μ πετσέτα, προσόψιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάππιον (< λατ. mappa «πετσέτα» + κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek